ΑνθρακικΟ και ΠεριβαλλοντικΟ Αποτύπωμα

Καθορισμός των οργανωτικών ορίων της απογραφής εκπομπών (organizational boundaries), δηλ. ποιές δραστηριότητες θα περιληφθούν στην εκτίμηση εκπομπών. Προσδιορισμός λειτουργικών ορίων (operational boundaries) της απογραφής, ώστε να εντοπιστούν οι πηγές εκπομπής που σχετίζονται με τη λειτουργία των δραστηριοτήτων. Ανάλυση πηγών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ανά κατηγορία:

  • Άμεσες εκπομπές (sScope 1) από πηγές που ανήκουν/ελέγχονται από την επιχείρηση (π.χ. κατανάλωση καυσίμων για θέρμανση χώρων)
  • Έμμεσες εκπομπές από τη χρήση ενέργειας (Scope 2) που προμηθεύεται η επιχείρηση, αλλά παράγεται σε εγκαταστάσεις άλλης επιχείρησης (π.χ. κατανάλωση ηλεκτρισμού)
  • Λοιπές έμμεσες εκπομπές που δεν περιλαμβάνονται στην προηγούμενη κατηγορία και που σχετίζονται με δραστηριότητες σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας της επιχείρησης (Scope 3), τόσο ανάντη (upstream) όσο και κατάντη (downstream) των παραγωγικών δραστηριοτήτων της.

Προσδιορισμός κατάλληλων δεδομένων δραστηριότητας ανά πηγή εκπομπής και συλλογή δεδομένων, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα στοιχεία που τηρούνται στα πληροφοριακά συστήματα της επιχείρησης. Επιλογή κατάλληλων συντελεστών εκπομπής, με βάση διεθνώς αναγνωρισμένες πηγές, όπως Κατευθυντήριες Οδηγίες του IPCC, το GHG Protocol, η εθνική απογραφή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και βάσεις δεδομένων (open source) που τηρούνται από οργανισμούς όπως η DEFRA, IEA, EUROSTAT, κλπ. Ανάπτυξη αναλυτικών υπολογιστικών εργαλείων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες της επιχείρησης. Υπολογισμός εκπομπών ανά πηγή και κατηγορία. Σύνταξη έκθεσης απογραφής (μεθοδολογία, αποτελέσματα, τυχόν ελλείψεις και προτάσεις βελτίωσης).

Η στοχοθεσία μείωσης των εκπομπών γίνεται με βάση διάφορα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα (π.χ. Science Based Targets Initiative, Net Zero Banking Alliance, κλπ.), σε μεσοπρόθεσμο (π.χ. 2030) ή μακροπρόθεσμο (π.χ. 2050) ορίζοντα, και συνήθως καλύπτει το σύνολο των Scope 1 και 2 εκπομπών καθώς και ένα σημαντικό τμήμα των Scope 3 εκπομπών. Η φιλοδοξία της στοχοθεσίας, όταν γίνεται με βάση κάποιο πρότυπο, θα πρέπει να είναι συμβατή με κάποιο σενάριο απανθρακοποίησης, συνηθέστερα με αυτό που περιορίζει την αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,5οC ως το τέλος του αιώνα, με καθόλου ή πολύ περιορισμένες ενδιάμεσες υπερβάσεις (‘Net-zero emissions scenario’). Ανάλογα με τον τομέα οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και με την κατηγορία των εκπομπών, η στοχοθεσία μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως για παράδειγμα δέσμευση για απόλυτη μείωση των εκπομπών, δέσμευση για μείωση της έντασης εκπομπών (emissions intensity) με βάση φυσικά δεδομένα δραστηριότητας (εφαρμoγή της Sectoral Decarbonization Approach), δέσμευση για μείωση της έντασης εκπομπών με βάση οικονομικά δεδομένα δραστηριότητας (εφαρμογή της Temperature Scoring Approach), δέσμευση για προμήθεια ηλεκτρισμού μόνο από ΑΠΕ, κ.ά.
Η υπηρεσία περιλαμβάνει: Επισκόπηση των υφιστάμενων στόχων μείωσης εκπομπών της επιχείρησης/φορέα, και έλεγχος κατά πόσον καλύπτουν το σύνολο των πηγών ανά κατηγορία (Scope) εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων στον υπολογισμό των εκπομπών ανά κατηγορία. Ανάλυση των διαθέσιμων προτύπων στοχοθεσίας για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα της επιχείρησης/φορέα, και επιλογή του καταλληλότερου, σε συνεργασία με την επιχείρηση/φορέα. Υπολογισμός προτεινόμενων στόχων μείωσης εκπομπών/ έντασης εκπομπών ανά μελλοντική χρονική περίοδο, και οριστικοποίησή τους σε συνεργασία με την επιχείρηση/φορέα.

Η εκτίμηση του αποτυπώματος βιοποικιλότητας μιας επιχείρησης/φορέα ακολουθεί μεθοδολογική προσέγγιση ανάλογη με αυτήν του υπολογισμού του ανθρακικού αποτυπώματος. Συνήθως ορίζονται κοινά λειτουργικά και οργανωτικά όρια απογραφής, έτσι ώστε να εξοικονομηθούν πόροι όσον αφορά στη συλλογή στοιχείων κλπ. Το αποτύπωμα βιοποικιλότητας μιας επιχείρησης/φορέα υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές πιέσεις που ασκούνται από την επιχείρηση/ φορέα στα χερσαία, υδάτινα και θαλάσσια οικοσυστήματα, από όλα τα στάδια της αλυσίδας αξίας της (άμεσες και έμμεσες περιβαλλοντικές πιέσεις), καλύπτοντας τις αλλαγές χρήσεων γης, τη χρήση φυσικών πόρων, την κλιματική αλλαγή, την έκλυση ρυπαντικών φορτίων και την εισβολή ξενικών ειδών. Τα στάδια που ακολουθούνται για τον υπολογισμό περιλαμβάνουν
• καταγραφή των εκλυόμενων περιβαλλοντικών φορτίων και των χρησιμοποιούμενων φυσικών πόρων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της επιχείρησης/φορέα που πραγματοποιεί την εκτίμηση του αποτυπώματος,
• εκτίμηση της περιβαλλοντικής πίεσης αναφοράς ανά φυσικό μηχανισμό μέσω του οποίου επηρεάζεται η βιοποικιλότητα,
• εκτίμηση της απώλειας βιοποικιλότητας διακριτά στα χερσαία, υδάτινα και θαλάσσια οικοσυστήματα, και
• συνολικό αποτύπωμα βιοποικιλότητας.
Εκτός από τις επιπτώσεις που μπορεί να δημιουργεί η επιχείρηση/φορέας στη βιοποικολότητα, οι οποίες εκτιμώνται μέσω του αποτυπώματος βιοποικιλότητας, η βιωσιμότητα της επιχείρησης/φορέα μπορεί να εξαρτάται από τις οικοσυστημικές υπηρεσίες που παρέχει το φυσικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, ο βαθμός εξάρτησης που καθορίζει την τρωτότητα της επιχείρησης/φορέα ως προς την ποιότητα του περιβάλλοντος, αξιολογείται μέσω κατάλληλων εργαλείων ελέγχου των ασκούμενων δραστηριοτήτων.

Η υιοθέτηση, από την πλευρά των επιχειρήσεων/φορέων, στόχων για την προστασία της βιοποικιλότητας είναι δυνατόν να γίνει με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο, και στο απαιτούμενο επίπεδο φιλοδοξίας μέσω του Science Based Targets Network (SBTN). Μέσω του SBTN, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση/φορέας εφαρμόζει μία βήμα–βήμα σειριακή διαδικασία όπου, σε πρώτη φάση, γίνεται αξιολόγηση των άμεσων και έμμεσων (από την αλυσίδα αξίας) δραστηριοτήτων της επιχείρησης/φορέα που είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Στο πλαίσιο αυτό, συγκεντρώνονται ποσοτικά στοιχεία τόσο για τις περιβαλλοντικές πιέσεις που ασκούν οι δραστηριότητες της επιχείρησης/φορέα, όσο και για την κατάσταση της φύσης στις περιοχές όπου οι δραστηριότητες αυτές λαμβάνουν χώρα.

Στη συνέχεια, προτεραιοποιούνται οι τομείς δράσης της επιχείρησης/φορέα, με στόχο τη μείωση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα. Συγκεκριμένα, καθορίζονται οι τοποθεσίες και οι οικονομικές δραστηριότητες που θα συμπεριληφθούν στη στοχοθεσία, καθώς και οι ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν κατά προτεραιότητα. Το 3ο βήμα περιλαμβάνει τη διαμόρφωση της στοχοθεσίας, η οποία πρέπει να έχει το κατάλληλο εύρος και τη φιλοδοξία, που θα επιτρέψει την επικύρωσή της από το SBTN. Ακολουθεί η εφαρμογή μέτρων από την επιχείρηση/φορέα για τη μείωση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα και η παρακολούθηση της προόδου που επιτρέπει τη λήψη διορθωτικών ενεργειών, εφόσον κάτι τέτοιο απαιτείται.

Η υπηρεσία περιλαμβάνει:
Επισκόπηση των στόχων που έχουν ήδη τεθεί από την επιχείρηση/φορέα για τη μείωση του ανθρακικού/περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Συλλογή και επεξεργασία στοιχείων της επιχείρησης/φορέα ώστε να εκτιμηθεί η πρόοδος επίτευξης των στόχων, να προσδιοριστούν τυχόν προβλήματα/καθυστερήσεις που σημειώθηκαν κατά την υλοποίηση της στοχοθεσίας, και να αναλυθούν οι αιτίες τους.
• Διαμόρφωση μήτρας/πίνακα παρακολούθησης προόδου στόχων, ανάπτυξη/ επικαιροποίηση δεικτών αποτίμησης της προόδου, και προσδιορισμός/επανακαθορισμός διαδικασιών για την τακτική ενημέρωσή τους.
• Επαναξιολόγηση της φιλοδοξίας των στόχων σε σχέση, αφενός με τα εξελισσόμενα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα (π.χ. SBTi, NZBA, κλπ.), αφετέρου με την πραγματικότητα της λειτουργίας της επιχείρησης/φορέα, ώστε οι τυχόν αναθεωρημένοι στόχοι να είναι περιβαλλοντικά φιλόδοξοι αλλά και ρεαλιστικοί.

Η ανάλυση διπλής ουσιαστικότητας (double materiality) έχει στόχο τον προσδιορισμό των ουσιαστικών/σημαντικών (α) θεμάτων που επηρεάζουν την επιχείρηση/φορέα από οικονομικής πλευράς και (β) επιπτώσεων στην κοινωνία και το περιβάλλον από τις δραστηριότητες της επιχείρησης/φορέα.
Η ανάλυση διπλής ουσιαστικότητας αποτελεί κεντρικό σημείο της νέας Ευρωπαϊκής Oδηγίας για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Reporting Directive – CSRD Directive), καθώς τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζουν το περιεχόμενο της Δήλωσης Βιωσιμότητας που πρέπει να συντάσσεται στο πλαίσιο της Οδηγίας.
Η διαδικασία της ανάλυσης διπλής ουσιαστικότητας περιλαμβάνει:
• Ανάπτυξη μεθοδολογίας αξιολόγησης
• Αναγνώριση δραστηριοτήτων της επιχείρησης/φορέα σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας της
• Ταυτοποίηση επιπτώσεων, κινδύνων και ευκαιριών που σχετίζονται με τις δραστηριότητές της
• Συμμετοχή διοίκησης και εξωτερικών ενδιαφερόμενων μερών μέσω ερευνών με ερωτηματολογία, workshops και συνεντεύξεων
• Τελική αξιολόγηση και προσδιορισμός των ουσιαστικών θεμάτων.

Η νέα Ευρωπαϊκή Oδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Reporting Directive – CSRD Directive) θέτει νέες αυστηρότερες απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις/φορείς, ώστε να δημοσιοποιούν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την επίδοσή τους σε θέματα βιωσιμότητας. Η συμμόρφωση με την Οδηγία CSRD επιβάλλει στις επιχειρήσεις/φορείς να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την περιβαλλοντική, κοινωνική και εταιρική διακυβέρνηση είναι ακριβείς, διαφανείς και καλύπτουν όλο το εύρος των δραστηριοτήτων της επιχείρησης/φορέα. Η Δήλωση Βιωσιμότητας (Sustainability Statement) περιλαμβάνεται ως ενότητα στην ετήσια οικονομική έκθεσης της επιχείρησης/φορέα. Τα περιβαλλοντικά θέματα που καλύπτονται είναι: κλιματική αλλαγή, ρύπανση, υδάτινοι και θαλάσσιοι πόροι, βιοποικιλότητα και οικοσυστήματα, και χρήση πόρων και κυκλική οικονομία.
Η παρεχόμενη υπηρεσία περιλαμβάνει:
• Ανάλυση διπλής ουσιαστικότητας (double materiality) για τον καθορισμό των περιβαλλοντικών θεμάτων που θα ενταχθούν στη Δήλωση Βιωσιμότητας.
• Καταγραφή, για κάθε σημαντικό περιβαλλοντικό θέμα, των υφιστάμενων πρακτικών, διαδικασιών, δεικτών, κλπ., της επιχείρησης/φορέα, με βάση τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (European Sustainability Reporting Standards – ESRS), εντοπισμό τυχόν ελλείψεων, και προσδιορισμό δράσεων για την κάλυψή τους.
• Σύνταξη της Δήλωσης Βιωσιμότητας, σε συνεργασία με τους υπεύθυνους της επιχείρησης/φορέα.

Η Αναφορά Βιωσιμότητας (Sustainability Report) μιας επιχείρησης/φορέα περιγράφει τις δράσεις της σε σχέση με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση. Για τα θέματα που σχετίζονται με το περιβάλλον καταγράφονται/παρουσιάζονται:
• Οι πολιτικές που έχουν διαμορφωθεί
• Οι στόχοι που έχουν τεθεί στο πλαίσιο των πολιτικών
• Οι δράσεις που υλοποιούνται για την επίτευξη των στόχων, την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών κινδύνων, την αξιοποίηση των περιβαλλοντικών ευκαιριών
• Οι δείκτες που παρακολουθούνται (π.χ. κατανάλωση ενέργειας, εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ένταση εκπομπών, κλπ.) για την αξιολόγηση των επιδόσεων.
Το περιεχόμενο (οι πληροφορίες προς δημοσιοποίηση) ορίζεται με βάση αρχές και κατευθυντήριες οδηγίες, όπως οι Κατευθυντήριες Οδηγίες του Global Reporting Initiative (GRI) για την Υποβολή Εκθέσεων Βιωσιμότητας, οι Αρχές του Οικουμενικού Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών (UN Global Compact), ο Οδηγός Δημοσιοποίησης Πληροφοριών ESG του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ATHEX), οι Συστάσεις της Ομάδας Εργασίας για τη Δημοσιοποίηση Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών σχετικών με το Kλίμα (Task Force on Climate-related Financial Disclosures – TCFD), κ.ά.
Η παρεχόμενη υπηρεσία περιλαμβάνει: Ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων της επιχείρησης/φορέα σε σύγκριση με τις διάφορες κατευθυντήριες οδηγίες, και εντοπισμό τυχόν ελλείψεων. Προσδιορισμό περιβαλλοντικών θεμάτων που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις πληρότητας, και συλλογή των σχετικών στοιχείων για πολιτικές, στόχους, δράσεις, αντμετώπιση κινδύνων-ευκαιριών, και δείκτες παρακολούθησης. Σύνταξη της Αναφοράς Βιωσιμότητας, σε συνεργασία με τους υπευθύνους της επιχείρησης/φορέα. Υποστήριξη για το σχεδιασμό δράσεων βελτίωσης μελλοντικών Αναφορών.